Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

΄΄Στα ρηχά της κλεψύδρας΄΄ Διήγημα της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη

(Το  διήγημα  πραγματεύεται  το  κολύμπι  της  μνήμης  στον  Χρόνο.  Απέσπασε  έπαινο  το  2014  στο  λογοτεχνικό  διαγωνισμό  της  εταιρείας  Λογοτεχνών  Πάφου)

Ο ταχυδρόμος έσερνε τα βήματά του στο δύσβατο μονοπάτι του ερημικού τοπίου. Ψυχή ζώσα! Χτύπησε το κουδούνι στο μοναχικό κάστρο. Οχυρωμένη μέσα στον αμμουδένιο πύργο μου. Χαμένη στις ρήσεις των φιλοσόφων, εμβαθύνω στην αξιομνημόνευτη ανημπόρια μου. Δεν διακρίνω τη λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ευτυχία και στη δυστυχία.

Κλείνω τα μάτια στον χρόνο…

Ανοίγω τα μάτια στα όνειρα…

Πίσω απ’ τα πανάκριβα βιτρό αντανακλούν αβδηριτισμοί. Ανεπαρκής προσπάθεια επιβίωσης. Χορεύουν τον χορό της αβελτηρίας. Στη βιτρίνα τ’ αγαστά επιτεύγματά μου, μουσειακά κειμήλια αλγεινής τελμάτωσης, μπλαβί ουλές μαρτυρούν το άμωμο παρελθόν, κάθε ορθότητα πονάει πιότερο από πιθανό σφάλμα.

Παίνεμα κι αναίδεια οι αυλικοί μου, χειροκροτούν… με προδίδουν… μ’ αιφνίδια χαστούκια.

Φορώ το πέπλο της αταραξίας και την πανάρχαια πανοπλία μου, το κλειδί καλά φυλαγμένο σαν άγιο Δισκοπότηρο σε μυθικό τάφο. Στην ασπίδα μου σφυρηλατημένη η ανδρεία του Αχιλλέα με την πτέρνα του καλά προστατευμένη, αδιάπτωτος αγώνας σ’ άγονο αγρό…

Με δέος εισέρχομαι στην αυτοκρατορική σάλα… δύσκολο να κρυφτείς στην αίθουσα των κατόπτρων. Το βλέμμα καρφωμένο προς την τεράστια αρχειοθήκη του μυαλού. Σ’ ερμητικά κλειστά συρταράκια έχω καταχωνιάσει τα φαντάσματα. Δεν τ’ αντέχω στη συντροφιά μου… η απραξία με συμφέρει! Μα εκείνα δεν υπομένουν την ένδεια, αναδύονται ευθαρσώς…

Μ’ ακρωτηριασμένα χέρια και πόδια στιγματίζουν τον απολογισμό… η ωριμότητα απατηλή!

Κλείνω τα μάτια. Πόσο λεπτή η ισορροπία ανάμεσα στ’ όνειρο και στην πραγματικότητα!

Περίμενα για λίγο ατάραχη. 

Μέσα από μία εισδοχή στο σαραβαλιασμένο ξύλο τον είδα να φεύγει σκυφτός… Οι σκουριασμένοι μεντεσέδες έτριξαν σ’ ένα υπόκωφο θόρυβο, η μαονένια πόρτα άνοιξε δειλά. Οι εκτυφλωτικές αχτίδες εισέβαλαν ερρωμένως στο παλλάδιο της μοναξιάς, άρχισαν μ’ ακρισία να καταλαγιάζουν τη στρυφνή σκοτεινιά! Τα άτονα κύτταρα αναζωπυρώθηκαν, ροδαμίζουν στο ζεστό χάδι μα ο ζόφος της ψυχής δεν πείθεται! Πάνω στο καθαρό χαλάκι αφημένο ένα δέμα με μαύρο περιτύλιγμα! - Ποιος να με θυμήθηκε! ανάερη αναδύθηκε μία σπίθα χαράς

Καμία ένδειξη! Άγνωστος ο αποστολεύς!

Έσκισα το χαρτόνι, το πέταξα απότομα κι επιθετικά με σκοπό την καταστροφή ενός μεγάλου ιστού που κρεμόταν απ’ το ταβάνι. Η αράχνη βούτηξε στο κονισαλέο πάτωμα κι έτρεξε έντρομη κάτω απ’ τη βαριά κλασσική πολυθρόνα…

«Όλα μέσα στο ΤΙΠΟΤΑ»

Ο τίτλος παιχνίδισε με μεγάλα κόκκινα γράμματα. Άρχισα να ξεφυλλίζω τις κιτρινισμένες σελίδες. Τα κύμβαλα του χειμώνα, με λαθροχειρία θαρρείς, φυλλορρόησαν τις σκέψεις, σκιρτήματα που είχα πετάξει σ’ ανάβαθο κρημνό… Κάτι σπασμένα χειροκρόταλα ήχησαν μια ψευδεπίγραφη νοσταλγία σ’ ένα ασυνάρτητο χορόδραμα στο αραχνιασμένο χρονοντούλαπο. Ξάφνου το μαγικό σεντούκι φύσηξε οπαλισμένους λεμονανθούς στον απροσπέλαστο μικρόκοσμο του χρόνου… σε αποσύνθεση χαρτοπόλεμος που βυθίζεται σε μυθολογική αναγωγή ονείρων… ιριδωτές σκιές τρεμόπαιξαν…

Άρχισα να διαβάζω, ψηλαφώντας τα γράμματα σαν να χάιδευα το διάβα της χίμαιρας! Ένας κέλητας με παρέσυρε χρεμετίζοντας σε χαλεπούς ίμερους. Οι παγίδες… αφανέρωτοι ίσκιοι!

Καρικατούρες γύρω μου εγκλωβισμένες στην ατομική τους μικρογραφία… Αδράστεια και Ραμνουσία νέμουν την ισορροπία με τον πήχη και το χαλινάρι σε στάση συνεχούς ομφαλοσκόπησης… σε μια προσπάθεια δραπέτευσης από ένα κόσμο που μοιάζει να μην είναι στα μέτρα μου. Ανεμώνες σ’ υπήνεμες ακτές…

Χάντρες στη σιγαλιά των ματιών…

Άδειες ψυχές…

Η μάντισσα αναποδογύρισε τον ορυμαγδό σαν φλιτζάνι με καυχησιά για τις προβλέψεις της…

Η περιπλοκότητα της άφωνης σκέψης μ’ εκδικήθηκε δυναμιτίζοντας μεγάλα φρονήματα, μ’ έδιωξε σε μιαν άλλη πραγματικότητα, ίσως ανύπαρκτη… ίσως απλά πολύ μακρινή…

Μία πνευματική ανταρσία είχε δηλητηριάσει τα σωθικά…

Ένας τραγικός επαναστάτης με συνείδηση. Αντιστρατεύτηκα τους πάντες. ‘Άυλη, χάθηκα μέσα στην ομίχλη ξορκίζοντας με τις λέξεις την άγνοιά μου… έκτισα τείχη ασφαλείας μπρος στους κινδύνους…

Χρησιμοποίησα το πέπλο της Ίσιδας για να στηρίξω την επιφανειακή κατανόηση. Με νηφαλιότητα έχασα σ’ ένα παιχνίδι του οποίου δεν γνώριζα τους κανόνες…

Αίφνης στραγγάλισα και την αλήθεια σε μία ανάξια μυστικότητα… Ποια αλήθεια;

Υαλοκρύσταλλοι… μιας σειράς ψευδαισθήσεων μέσα στη μαύρη κοιλότητα του κενού.

Η κλεψύδρα αμείλικτη…. χλεύαζε!

Για να λοξοδρομήσω στο επόμενο επίπεδο ενός παράλληλου κόσμου γεφύρωσα την εκκίνησή μου με τη διαχρονικότητα του Χάους…

Για να κυριαρχήσω στη δύσκολη συμμαχία παραπλάνησα τη φιλόδοξη απληστία ΤΟΥ… Κατά τη μετάβασή μου με αποπροσανατόλισε. Φοβήθηκα τον θυμό στη χροιά, την αντάρα στο σύννεφο. Νόμισα πως ήταν εύκολος στόχος μα στο τέλος η αμοιβή μου… το λάθος στο αδράχτι! Μία πύλη τυχαίας προσπέλασης στη φριχτή απομόνωση της ΣΙΩΠΗΣ…

-Μοναχικέ οδοιπόρε,

ΜΟΝΟΣ… ύψωνες τείχη γύρω απ’ τη νησίδα σου καταμεσής στη σκοτεινή λίμνη. Κανείς δεν σε ήθελε στη συντροφιά του. ΜΟΝΗ κι εγώ περιδιάβαινα τις παραλίμνιες εκτάσεις. Τυχαία έριξα το βλέμμα πάνω σου. Στην αφετηρία μοναχό μέσο μεταφοράς μία τρύπια βάρκα! Κακός οιωνός της άστοχης προσπάθειας στο απόλυτο κενό! Αναβόσβηναν στην απεραντοσύνη οι λυχνίες του ξεχασμένου παραδείσου. 

Επιβιβάστηκα στην ατελέσφορη επικινδυνότητα με κατάρτι μια μετέωρη ευχή! Βουτηγμένη στην ανήσυχη επιθυμία του ποταμού Αχέροντα με τη σχεδία μου να μπάζει νερά από παντού… - Πως βρέθηκα στον πονηρό τραγέλαφο μεταμφιεσμένων αντιθέσεων; Να με ξαναγεννά μόνο για σένα. Η ανάσα μου στο δεσμωτήριο της ουτιδανότητας… Χωρίς να μου μιλάς…

Χωρίς να με κοιτάζεις…

Γιατί άραγε;

Στόχευα χωρίς να οπλίζω…

Γιατί άραγε;

Ούτως ή άλλως θα έχανα το παιχνίδι της ρώσικης ρουλέτας, η κρυμμένη σφαίρα στη θαλάμη…

Συνέχιζα να βουτώ στον κρουνό της ατέρμονης γνώσης με ερανιστική διάθεση…

Δεν ήξερα αν κριματίζω. Ερανιζόμουν την κροτίδα που άστραφτε στον ουρανό, καθάπερ ιντερλούδιο όπερας…

Μέσα απ’ τα κάτοπτρα του καλειδοσκοπίου δραπέτευα απ΄ τα αχρωμάτιστα ορόσημα της πεζής πραγματικότητας. Ξωτικό κρυφοΐσκιωτο βάδιζα ακροποδητί στα σημάδια.

Ποιος μαίανδρος στο τσουβάλι των χρησμών να μεταλλάξει την μονοτονία σε καμπυλωτή μελοποίηση; Να την φυγαδεύσει ως την πλησιφαή Σελήνη; Από ‘κει ψηλά να νικώ τους φόβους… Από ‘κει ψηλά να νικώ εσένα… - Χρόνε,

οι λεπτοδείκτες σου δεν σαλεύουν όσο κι αν προσπάθησα. ΕΣΥ το τιμόνι ισιώνεις, η πλώρη σου υπερήφανη, ανόθευτη.

Ποιος τάχα να σε κατηγορήσει δίχως ίχνη; Ούριος ο άνεμος στη ρότα σου… κι ο φάρος δικός σου σύμμαχος. Διαρρηγνύεις τα ιμάτιά σου πως σε τίποτα δεν φταις.

- Αγαπημένε Χρόνε,

αυτό το ΤΙΠΟΤΑ κρυφό πέρασμα στο φαράγγι. Σύρθηκες να το περπατήσεις… Σαν να παραμόνευε μια γριά με σάπια μασέλα. Μιαν άγνωστη στάση, ανεξερεύνητη κι Εσύ μαύρο προσωπείο μέσα στο εξπρές του μεσονυχτίου. Μέσα στην πυκνή ομίχλη στάθμευσες και στη δική μου έρημο. Αδημονούσες να με συναντήσεις…

Η αμαξοστοιχία σφύριξε τρεις φορές τον ήχο της απειλής εκπνέοντας την μαύρη περίλυπη κάπνα στον εσπερινό αντικατοπτρισμό. Ο μοναχικός σταθμός παραγκωνισμένος μα καθαρός, απαλλαγμένος απ’ τη σκόνη. Ζήλεψες το ελεύθερο περπάτημά μου. Νόμισες πως ήταν στερημένο…

Με ξιπασιά έβαλες στοίχημα να το αναστήσεις…

- Άμοιρε !

Πίσω απ’ τη βιτρίνα της αυτοκυριαρχίας πόση ανημπόρια συμπλεγμάτων! Με δύσπιστο αλλά φιλόξενο βήμα έτρεξα να σε υποδεχτώ στον ξεχασμένο τόπο μου. Οι φίλοι μου ήταν τ’ αγριοπούλια, οι κιτρινισμένες σελίδες παπύρων που είχα ξεθάψει απ’ την ψημένη άμμο. Άβολα αισθάνθηκα εξ αρχής…

Σκιές ιχνηλατούσαν το ανέμελο περπάτημά μου στο μισοσκόταδο. Το χάραμα τραγουδούσα με ευδαιμονία. Η λαλιά μου χωρίς ήχο…

Ένας περίεργος κονδυλοφόρος εκτόξευε αδιακρίτως τα πολύχρωμα μελάνια του στις ψυχοπτυχές. Μισούσες την ελευθερία μου. Η ουσία σου εισορμούσε με έπαρση στο σώμα μου. Ρουφούσες κίβδηλες ανάσες οξυγόνου. Η ματιά σου έξυνε τις πληγές μου…

Τα κλαδιά μόνοι μάρτυρες ομνύουν ρωμαλέα σιωπηρότητα. Στο αμυδρό λυκόφως επιβιβάστηκες στο βαγόνι σου κι εξαφανίστηκες. Φύλλα ξερά τα όνειρά μου στο μάτι του αμμοκυκλώνα.

Τ’ ολόγιομο φεγγάρι στα σκοτεινά κρύσταλλα, το πορτοκαλί του έντονο έκλεβε τη δόξα. Με κορόιδευε… Θαύμαζα τη μεγαλοπρεπή φωτεινότητα…

Απεδέχθην την ανωτερότητα. Το κάλπικο όνειρο κολυμπούσε στην κόλαση. Η μόνη συντροφιά μιας τελείας… είναι πάντα η παύλα!

Ιστορίες ανθρώπων!

Τόσο ίδιες με διαφορετικά σημεία.

Τόσο διαφορετικές με κοινά σημεία.

Τόσο συνηθισμένες… Τόσο μοναδικές… Τόσο ευχάριστες… Τόσο δυσάρεστες… Σαν μικρά ποτάμια… Άλλα πιο ήρεμα, άλλα πιο άγρια! Κυλούν προς τον ίδιο προορισμό.

Θα χαθούν στη θάλασσα!

Σαν πετρώματα…

Άλλα μικρά, άλλα μεγαλύτερα.

Συγκροτούν τον ίδιο βράχο. Θα καταλήξουν στο ίδιο βάραθρο! Πορείες μέσα στον χρόνο. Βιογραφικά συναξάρια.

Παράλληλα… Κοινά…

Η τύχη καμιά φορά τις συνταιριάζει. Συναναστροφές με τον ίδιο προορισμό…

Την Λήθη !

Ξωτικό αποχαυνωμένο λοιπόν… στη ραστώνη της συνήθειας. Υφαίνω το κουρέλι της μοναξιάς. Απεικόνισή σου… θαμπό ομοίωμα. Αποσβολωμένη στο πέτρινο μπαλκόνι μου αγναντεύω τα ανομοιόμορφα υπολείμματα βαρύτιμων υπαινιγμών…

Τα μενεξεδένια, αψιδωτά σύννεφα κλώθουν μια χαραμάδα αιωνιότητας. Τριγυρίζω ανυπεράσπιστη.

Μόνη αναρριχώμαι εκεί… όπου μήτε θεϊκή πατημασιά αποτυπώνεται. Η μικροσκοπική σκιά μου χάνεται στο βάθος της σήραγγας… σιμά στο στόμιο της αποξένωσης . Διαπέρασα την πυκνή δορά του ονείρου… Τα ματόφυλλα του φθινοπώρου ανοιγόκλεισαν. Τελεσίδικη ισορροπία ανάμεσα στον ανίσχυρο κλώνο και στην επιβεβαίωση της δύναμης του ανέμου.

Από ψηλά φαντάζουν πράγματι ήρωες των κόμικς οι άνθρωποι…

Φτωχοί… μέσα στα πλούτη τους! Ανίδεοι… μέσα στη γνώση τους! Ανασφαλείς… μέσα στις πράξεις τους! Εγωιστές… μέσα στην ανικανότητά τους! - Χρόνε! Έγινες κιόλας βροχή! Φοβάμαι… να βγω στους δρόμους. Θα με μουσκεύουν τα φιλιά σου. Θα με διαρρέουν τα ρυάκια σου… Έγινες κιόλας ατμός! Το είδωλό σου κλαίει και γελά… Το προφίλ σου ποζάρει στη διάθλαση της στάλας… Έπεσα στους αφρούς σου χωρίς να το σκεφτώ… φοβούμενη τον παντεπόπτη οφθαλμό, αναζητώντας να καταχτήσω… κάτι κι εγώ…

Βουλιάζω μέσα στο χιόνι. Η ανάσα μου γδέρνεται στα κρύσταλλα. Ο βοριάς καταδυναστεύει τα μαλλιά μου, τα στολίζει με κόμπους μαρμάρου… Τι ειρωνεία να θέλω να δαμάσω τη Μοίρα! Τα ζάρια δεν προσγειώνονται ποτέ όπως τα θέλουμε. Το παραμιλητό μου χάνεται σε σιωπηλούς λαβυρίνθους, σε θυμωμένα σοκάκια. Ήθελα να ζήσω τα πάντα και πνίγηκα μέσα στο ΤΙΠΟΤΑ…

Ο Χρόνος… Ένας ιδανικός κι ανάξιος εραστής…

Να μετατρέπει την ανικανότητασε μονάκριβο φυλαχτό! Κολυμπώ στη θάλασσα των γραμμάτων αδύναμη να συγχωρήσω… Ανεπίδεκτη σε όλα! Πόση μεγαλύτερη ανημπόρια απ’ αυτή τη δική μου;

Ξάπλωσα στον αλίπεδο αμμότοπο. Κάθε κόκκος και μία θύμηση. Στις φλόγες της φωτιάς που άναψα στο περιγιάλι της μοναξιάς πέταξα τα γραφόμενά μου… Το κύμα πρόλαβε ν’ αρπάξει τις σελίδες απ’ τις πύρινες γλώσσες … Τ’ ακριβά δώρα δεν μπορούν να αλλοιωθούν, να φθαρούν στην καθημερινότητα… Μέσα απ’ το κοχύλι άκουσα το κελάρυσμα της θάλασσας με τη χροιά της φωνής σου…

Στην άμμο χάραξα με ιερογλυφικά τον ανεξήγητο Έρωτά μου… Ποιος να καταλάβει τη δυσνόητη γραφή; Ούτε Εσύ… δεν το κατάφερες! Ξέμεινα με τις λέξεις, άναρθρες ρίμες. Στο άκουσμά τους… πληγώνομαι πιο βαθειά…

Οπισθοχωρώ !

Μέσα σε φθινοπωρινές ημέρες κρύβω τα θροΐσματα της ψυχής…

Απ ‘ τα βάθη της ΣΙΩΠΗΣ… φτεροπόδαρη ονειροφαντασία χειραγωγεί την πτώχευση στον βαθυστόχαστο κήπο των περγαμηνών μου… Χορεύουν στο φέγγος του αποσπερίτη… Στο τρεμόφεγγο της αμφιλύκης υποδέχομαι τη βαρβαρότητα μιας νέας ΣΙΩΠΗΣ…

Ίσως να με κουράζουν τα φύλλα που πέφτουν απ’ τα δένδρα χωρίς τον παραμικρό θόρυβο.

Κρύβομαι πίσω απ’ τη χαρτονένια παγερότητα τραγικών λόφων σκόπιμου άλγους…

Ίσως η αμείλικτη νομοτέλεια.

Εξαργυρώνω τη μετέωρη αναρρίπιση του παραστρατήματος πάνω στον απόκοσμο φλοίσβο της φρόνησης…

Ίσως ο αλληλοσπαραγμός των ημερών.

Ασυνείδητη ακροβασία στους ρυθμισμένους ήχους του εκκρεμούς. Φωτεινές επιγραφές κλειδώνουν τη συνομωσία κάτω από μία συστάδα πανομοιότυπης δραστηριότητας χωρίς να μας ενημερώνουν…

Ίσως η ίδια η ζωή!

Η μπλε γραφίδα μου τρέχει αβίαστα πάνω στο θαμπό φως της προσδοκίας… Αρκούμαι στο ψιλόβροχο, στην κοροϊδία του λαμπτήρα, στο ανάθεμα της αχτίδας.

Ανεπαίσθητες συσπάσεις φράζουν κανονιές στον θάλαμο της δόξας. Μόνη κι όρθια… πυροβολώ το αχρείο δίχτυ της εθελοδουλίας. Δραπετεύω απ’ το μαυσωλείο του ανεκπλήρωτου…

Ίσως να με κουράζει πιότερο η στενοκεφαλιά της λογικής…

Η συντριβή της Αθανασίας !

Ρημάζουν οι ζωές των ανθρώπων… στα σκούρα χαλίκια σταθερού λόγου ύπαρξης, στους χωμάτινους σβόλους αισχρής επαγρύπνησης, στον φριχτό βωμό διάτρητης παραδοχής, στην ηλιοκαμένη ψάθα σουβλερών στοχασμών…

Ξεψυχούν τα ρόδα στα ρηχά της κλεψύδρας!

Η Ευαγγελία  Τυμπλαλέξη



Η  Ευαγγελία  Τυμπλαλέξη  γεννήθηκε  στο  Μόναχο  Γερμανίας  την  1η   Μαΐου  του  1971.  Διδάσκει  τη  γαλλική  γλώσσα  επί  22  συναπτά  έτη  με  μεγάλη  αγάπη  προς  τα  παιδιά,  έχει  επίσης  έναν  γιο.  Παρακολούθησε  σεμινάρια  εξ  αποστάσεως  στο  Καποδιστριακό  Πανεπιστήμιο  σχετικά  με  τη  δημιουργική  γραφή.  
Ξεκίνησε  σπουδές  στο  Ελληνικό  Ανοιχτό  Πανεπιστήμιο,  στο  τμήμα  Ανθρωπιστικών  Σπουδών,  τις  οποίες  και  διέκοψε  συνειδητά. Κατοικεί  σ’  έναν  μικρό  οικισμό  της  Βοιωτίας.  Ένα  καταλυτικό   γεγονός,  το  οποίο  συντάραξε  τη  ζωή  της,  ανέδειξε  το  «συγγραφείν».
Το  2014  συμμετείχε  στον  λογοτεχνικό  διαγωνισμό  της  Εταιρείας  Λογοτεχνών  Πάφου  και  απέσπασε  έπαινο  για  το  αλληγορικό  διήγημα  «Στα  ρηχά  της  κλεψύδρας».  

Την  ίδια  χρονιά  απέσπασε  βραβείο  απ’  το  λογοτεχνικό  περιοδικό  «Κελαινώ»  για  το  ποίημα  «Φουσκοθαλασσιά».
Το  2015  εξέδωσε,  μαζί  με  την  μαθήτριά  της  Έλενα  Κουκιάσα,  το  ποιητικό  έπος  «Φωνή  βοώντος  εν  τη  ερήμω».
Έχει  ταξιδέψει  σε  πάρα  πολλά  μέρη  του  πλανήτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου